- εγρήγορση
- η (AM ἐγρήγορσις)η κατάσταση τού άγρυπνου, το να είναι κανείς ξύπνιοςμσν.- νεοελλ.το να έχει κανείς ακμαίες τις πνευματικές του δυνάμειςνεοελλ.προσοχή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εγρήγορση — εγρήγορση, η και εγρηγόρηση, η 1. η κατάσταση αυτού που αγρυπνάει, η αγρυπνία, το ξαγρύπνισμα. 2. μτφ., επαγρύπνηση, παρακολούθηση, επιτήρηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έξυπνος — η, ο (AM ἔξυπνος, ον) [ύπνος] ξύπνιος, αυτός που έχει σηκωθεί από τον ύπνο ή δεν έχει κοιμηθεί ακόμη μσν. νεοελλ. 1. άγρυπνος, σε εγρήγορση, προσεκτικός 2. ο ευφυής, αυτός που βρίσκεται σε πνευματική εγρήγορση και έχει ταχεία αντίληψη … Dictionary of Greek
προγρηγορώ — έω, Α βρίσκομαι σε εγρήγορση, αγρυπνώ από πριν. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + γρηγορῶ «βρίσκομαι σε εγρήγορση»] … Dictionary of Greek
γρηγόρησις — γρηγόρησις, η (Α) [γρηγορώ] εγρήγορση, επαγρύπνηση … Dictionary of Greek
εγρηγορικός — ἐγρηγορικός, ή, ό (Α) αυτός που γίνεται κατά την εγρήγορση … Dictionary of Greek
εγρηγορώ — ( έω) (AM ἐγρηγορῶ) βρίσκομαι σε εγρήγορση, δεν κοιμάμαι … Dictionary of Greek
εγρηγόρηση — η (Μ ἐγρηγόρησις) εγρήγορση … Dictionary of Greek
εξυπνισμός — ἐξυπνισμός, ο (AM) η εγρήγορση, η άγρυπνη παρακολούθηση … Dictionary of Greek
ευγρηγόρησις — εὐγρηγόρησις, ἡ (Α) το να βρίσκεται κανείς σε εγρήγορση, να φροντίζει άγρυπνα κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γρηγόρησις «το να είναι κανείς άγρυπνος» (< γρηγορώ «αγρυπνώ»] … Dictionary of Greek
λεμούριοι — Κοινή ονομασία της υπόταξης των προπιθήκων, της τάξης των πρωτευόντων. Η ονομασία της επιστημονικής κατάταξής τους οφείλεται στο γεγονός ότι, μολονότι φέρουν χαρακτηριστικά όμοια με των πιθήκων, εξελίχθηκαν λιγότερο από τους τελευταίους, τόσο από … Dictionary of Greek